παλίνστρεπτος

παλίνστρεπτος
πᾰλίν-στρεπτος, ον,
A turned backward,

Κριός Max.80

, cf. Nic.Th.679 (v.l. παλίστρ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλίνστρεπτος — και παλίστρεπτος, ον (Α) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύ στρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • παλινστρέπτοιο — παλίνστρεπτος turned backward masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλίστρεπτος — παλίστρεπτος, ον (Α) βλ. παλίνστρεπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”